- λιμουζίνα
- limousine
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
λιμουζίνα — η (λ. γαλλ.), πολυτελές αυτοκίνητο: Ο πρόεδρος έφτασε στην εκδήλωση με λιμουζίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιμουζίνα — η επιβατηγό αυτοκίνητο πολυτελείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. limousine, από το εργοστάσιο κατασκευής τού αυτοκινήτου που βρίσκεται στη γαλλική επαρχία Limousin] … Dictionary of Greek
κουρσάρα — η πολυτελές αυτοκίνητο, λιμουζίνα … Dictionary of Greek